- αναπαραδιά
- η безденежье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπαραδιά — η (στερητ. ανά + τουρκ. λ. παράδες), τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία: Τον τελευταίο καιρό με δέρνει μεγάλη αναπαραδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπαραδιά — η έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + παράδες, πληθ. τού παράς] … Dictionary of Greek
ακερματία — ἀκερματία, η (Α) η έλλειψη κερμάτων, χρημάτων, η αναπαραδιά (Αριστοφ. απ. 119). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρμα, ατος και ἀ κερμ ία, από το θ. τής ονομαστικής] … Dictionary of Greek
αναργυρία — η (AM ἀναργυρία) [ανάργυρος] έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά μσν. το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς … Dictionary of Greek
ατσιγαριά — η 1. έλλειψη τσιγάρου 2. αναπαραδιά, αδεκαριά … Dictionary of Greek
αναπαραδιάρης — ο αυτός που συνήθως έχει αναπαραδιά: Όσα χρόνια τον ξέρω είναι αναπαραδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)